- καθυποδουλώνω
- [-ώ (ο)] μετ. закабалять, порабощать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθυποδουλώνω — (επιτατ. τού υποδουλώνω) καθιστώ κάποιον τελείως δούλο, υποδουλώνω ολοκληρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο δουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποδουλώ, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] … Dictionary of Greek
καθυποδούλωση — η η ολοσχερής υποδούλωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καθυποδουλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυποδούλωσις, μαρτυρείται από το 1825 στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά] … Dictionary of Greek